Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Παραδοξολογίες

Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον νταλγκά. Νταλγκαδιάζω, νταλγκαδιάζεις, νταλγκαδιάζουμε... Υποκειμενικό το γεγονός, αντικειμενική η πλάνη. Ξενίζει? Πιθανό. Περί ψευδαισθήσεων ο λόγος. Αμφότεροι διαλαλούμε τον νταλγκά μας έχοντας αντικρύσει ακούσιες ενοχές και ανασφάλειες. Ύβρις. Ας είναι...

Ζυγιάζομαι στα μέτρα μιας φαντασίας που ωφελιμιστικά αποκαλώ πραγματικότητα - τίποτα μη λείψει, τίποτα μην περισσέψει. Ως άλλος προκρούστης αναφέρομαι στη ζωή, παραξενεύομαι τάχα - που βρέθηκε αυτή η μεσοτοιχία? - με τα καμώματά μας και με τρόπο φαιδρό οικτίρω τα πεπραγμένα μας. Τί ψέματα που λέω!!!

Τί είναι το ψέμα? ρωτώ αφελώς τη μνήμη και την προτρέπω σε ανακολουθίες.
Είναι μια αχιβάδα που επαναστάτησε, απαντά με σαρκασμό.

Τί είναι η αλήθεια? ρωτώ τη μνήμη ρουφώντας μια γουλιά καφέ με ύφος ενός γνησίως ηλίθιου διανοούμενου αφημένος να κοιτάζω ένα δάχτυλο πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σταχτοδοχείο.
Είναι ο τρόπος που ζεις το ψέμα σου, μου απαντά κοιτάζοντας με μειδιάζοντας μετά το δεύτερο γύρισμα ενός βαλς.

Εχθές γνώρισα μια γυναίκα που η γνωριμία μαζί της αναβαλλόταν συνεχώς και με επιτυχία γύρω στα έξι χρόνια. Ω! τί συστολή, με τί άγιο πεφυλαγμένο τρόπο εννοούσε (εχθές - σήμερα δε ξέρω) τη συντροφικότητα - το έβλεπα στο φέρσιμό της. Είναι γυναίκα σκέφτηκα μη δίνοντας σημασία απλά σε ότι έβλεπα - τους γοφούς, τα μακριά πόδια, τα στήθη, τα μεγάλα μάτια… Έκανες καλά που καθυστέρησες!

Επί σειρά ετών αθλούμαι συνεπώς κι εκ περιτροπής σε γυμναστήρια, στίβους, καφενεία, μπαρ, ταβέρνες, σχέσεις, με φίλαθλα αισθήματα κι αγωνίες. Πότε για το γαμώτο, πότε για την αγάπη, πότε για το "δε βαριέσαι", κάποτε για την Ελλάδα. Ο συναγωνισμός ανιδιοτελής, ο ανταγωνισμός ενίοτε με χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση. Δε θα ‘θελα να ξυπνήσω ποτέ αγκαλιά με κάτι απ’ αυτά.

Στο σπίτι συνηθίζω να μην έχω καθρέπτες - παραξενιά θα μου πεις. Όπου κι αν πάω, όποιον ή ό,τι συναντώ αναγνωρίζω κι ένα κομμάτι μου. Όταν συμπληρωθεί ο καθρέπτης δεν ξέρω αν θα είναι έργο τέχνης ή κάτι εντελώς παρακμιακό. Πάντως κοιμάμαι σε σπασμένα γυαλιά.

Πού ωφείλεται το ώφελος απ' τη θέαση ή την ανάγνωση ενός πίνακα ζωγραφικής? Μα, μόνο στο δημιουργούμενο κενό ανάμεσα στο θεατή - αναγνώστη που εμπεριέχει όλους τους εν δυνάμει σχολιασμούς ή χαρακτηρισμούς. Λοιπόν, το κενό δεν ήταν ποτέ κενό.

Τα αγγίγματα ήταν τυχαία ή ήταν αναμενόμενα τυχαία αγγίγματα. Βλέπεις καθόμασταν δίπλα - δίπλα ώστε η κίνηση μας απ' τη μέση και κάτω, θα επέφερε το αμετάκλητο γεγονός ενός αγγίγματος κι ο χώρος μεταξύ μας θα μπορούσε εύκολα να γεμίσει από ένα σύμπλεγμα αγγιγμάτων. Αν κάποιος από τους δυο μας ήταν κακόβουλα ανέραστος θα μπορούσε να μιλήσει για σεξουαλική παρενόχληση. Ευτυχώς δεν υπήρξαν μηνύσεις.

Ο νάνος τυμπανιστής που βρίσκεται έξω απ' το σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα στέκεται έτσι ώστε πάντα να έχει απέναντι του την γαλανόλευκη παίζοντας στο ταμπούρλο του τις ανάγκες μας μπερδεύοντας τες που και που με τους πόθους μας. Η γαλανόλευκη περιχαρής κυματίζει.
(αφορμή "Το τενεκεδένιο ταμπούρλο", Γκύντερ Γκρας)

Φως! Περισσότερο φως! και ουσιαστικά σου ζητώ να μου πεις άλλο ένα παραμύθι. Οικειοθελώς -το τονίζω αυτό- αποκοιμιέμαι. Οι φίλοι παίζουν τάβλι στην πλατεία, οι γυναίκες στο μέσα δωμάτιο έπιασαν να τραγουδούν, ο αέρας σώπασε, υγρασία... Φίλησα τα παιδιά μου και τα έδιωξα. Εσύ, με δάχτυλα μακριά και κομμένα άβαφτα νύχια παίζεις κάτι απ’ τα νυχτερινά του Σοπέν.

Κακόμοιρε Τάσο!
Σου 'λαχε εποχή που το ταμάχι σου είναι επιταγή ακάλυπτη, τ' όραμά σου επιτυχίες δανεικές και φόβος μεγάλος η ενοχή ή η μεταμέλεια. Η Γκόλφω σου αυτοκτόνησε πέφτοντας με χρεωμένο Ι.Χ. σε μια απαστράπτουσα βιτρίνα υπό το φως της πανσέληνου. Τί τραγούδια τώρα θα λένε στα τειχογύρια των ερώτων μας?

Δεν υπάρχουν σχόλια: